χουρμάς
(ουσ. αρσ.)
χουρμάς
[xurˈmas]
Σινασσ., Φάρασ.
χούρμα
[ˈxurma]
Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. χουρμά, το οπ. από περσ. ḫurmā. Πβ. και τουρκ. hurma.
Χουρμάς
ό.π.τ.