ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουτζιρέ (ουσ. ουδ.) χουτζιρέ [xudziˈre] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. hücre =α) μικρό δωμάτιο β) διαλεκτ., μικρό σεντούκι.
Μικρή θήκη με καπάκι για τη φύλαξη χρημάτων, κοσμημάτων ή σημαντικών εγγράφων.
Τροποποιήθηκε: 12/02/2024