χουτζιρέ
(ουσ. ουδ.)
χουτζιρέ
[xudziˈre]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. hücre =α) μικρό δωμάτιο β) διαλεκτ., μικρό σεντούκι.
Μικρή θήκη με καπάκι για τη φύλαξη χρημάτων, κοσμημάτων ή σημαντικών εγγράφων.