χουνερσούζης
(επίθ.)
χουνερσούζης
[xunerˈsuzis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. hünersiz =αδέξιος, ανίκανος. Πβ. νεότ. ουσ. χουνέρι = τέχνη, δεξιότητα
Ιδιότροπος, γρουσούζης
Σινασσ.