χουσουσί
(επίρρ.)
χουσουσί
[xusuˈsi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. hususi =α) ειδικός, συγκεκριμένος, χαρακτηριστικός β) προσωπικός, ιδιωτικός.
Ειδικά, ιδιαίτερα, επίτηδες
ό.π.τ.