ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουσουσί (επίρρ.) χουσουσί [xusuˈsi] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. hususi =α) ειδικός, συγκεκριμένος, χαρακτηριστικός β) προσωπικός, ιδιωτικός.
Ειδικά, ιδιαίτερα, επίτηδες ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 08/07/2022