ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουλιάρι (ουσ. ουδ.) χουλιάρι [xuˈʎari] Σίλ., Σινασσ. χουλιάρ' [xuˈʎar] Ανακ., Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. χουλιέρι [xuˈʎeri] Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. χουλι-έρι [xuliˈeri] Φάρασ. χουλιέρ’ [xuˈʎer] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. χουλέρ’ [xuˈler] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Φερτάκ. Πληθ. χουλιέρε [xuˈʎere] Φάρασ. χουλάρ' [xuˈlar] Τροχ. Μεσν. ουσ. χουλιάριν, το οπ. από μεταγν. ουσ. κοχλιάριον.
1. Κουτάλι ό.π.τ. : Ένα χουλέρ' λερό (ένα κουτάλι νερό) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Οπ’ χουλιάρι τρώγουσ̑ι (τρώνε με το κουτάλι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βάλλουμ’ ντου στου σαχ̇ίν απέσ’ τσ̑ι τρώμ’ ντου μι ντου χουλιάρ’ (το βάζουμε στο πιάτο μέσα και το τρώμε με το κουτάλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χέκου ντά χουλιάρια σου τε’ίρα (βάζω τα κουτάλια στην εταζέρα) Μισθ. -Κοτσαν. Δώκεν α χουλιέρι φαΐ (δώσε μιά κουταλιά φαγητό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νταρά καθένας κρέβ' χουλιάρι τ', καθένας κρεύ' δου τσιμbί τ' (σήμερα καθένας θέλει το κουτάλι του, ο καθένας θέλει το πιρούνι του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Μάρτης δε σέμηκα, κλωστρά κλωστρά δε σ̑ό’σα, τ͑υρπιά παροτίσ̑α δε γιόμωσα, χουλιάρια χουλιαρ’τήκες δεν έκαψα (εγώ ο Μάρτης δεν μπήκα, γύρω γύρω δεν χιόνισα, τρύπες και γωνιές δεν γέμισα, κουτάλια (και) κουταλοθήκες δεν έκαψα˙ για τη δριμύτητα του Μαρτίου) Ανακ. -Κωστ.Α. Μο το χουλι-έρι δίτει τα, τσ̑αι μο το βράδι βγκάλλει το ’φτάλμι του (με το κουτάλι το δίνει και με την ουρά του βγάζει το μάτι˙ για τους διπρόσωπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Συνεκδ., η κουταλιά Τροχ. : || Ασμ. Ἐλα κι εσύ τα'ύ
να φας ένα χουλιάρ' φαΐ
( Έλα κι εσύ νωρίς το πρωί
να φας μιά κουταλιά φαγητό )
Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
2. Στον πληθ., συνεκδοχ., ο γνωστός παραδοσιακός χορός των κουταλιών Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Γερκέιροι μας παίζουσ̑ι οπ' τα χουλιάρια (Οι άντρες μας μόνο χορεύουν με τα κουτάλια) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Χορός με τα χουλιέρα (Ο χορός με τα κουτάλια˙ Γνωστός παραδοσιακός χορός, ζευγαρωτός-αντικριστός, με ρυθμική συνοδεία ξύλινων κουταλιών που κροτούν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
3. Το κάτω μέρος του στέρνου Φάρασ.