χουρσά
(επίρρ.)
χουρσά
[xurˈsa]
Αξ., Μισθ.
χορσά
[xorˈsa]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. hırşa = απολύτως, σίγουρα (THADS, λ. hırşa).
Αναδιαπλασιαζόμενο επιτείνει τη σημασία του ρήματος που προσδιορίζει, μόνο στη φρ. χο(υ)ρσά χο(υ)ρσά μυρίζ' = μοσχομυρίζει
ό.π.τ.
:
Κόβου λίου απ' τα γιάνια τ' κιριάς σέρου δου σου ψησταριά απάν, εμπέ χορσά χορσά μυρίζ' εκείνου
(κόβω λίγο από τα πλευρά του κρέας, το πετάω στην ψησταριά επάνω, αμάν πολύ πολύ μυρίζει εκείνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Tσι τρώιξις ψωμί, χουρσά χουρσά μύριζι, ντεν ήδουν 'αν 'νταρανά τα αλεύρια
(Και έτρωγες ψωμί, μοσχομύριζε, δεν ήταν σαν τα σημερινά τα αλεύρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.