χουχλαντίζω
(ρ.)
χουχλαdι̂́ζω
[xuxlaˈdɯzo]
Αραβαν., Γούρδ.
Aπό το τουρκ. ρ. hohlamak = φυσάω κάτι, χουχουλίζω.
Χουχουλίζω
ό.π.τ.