χούχος
(ουσ. αρσ.)
χούχος
[ˈxuxos]
Ανακ., Αραβαν.
χούχους
[ˈxuxus]
Μαλακ.
χόχος
[ˈxoxos]
Ανακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hoho = στην παιδική γλώσσα, μπαμπούλας, όπου και τύπ. hohu (THADS, λ. hoho).
Μπαμπούλας για τον εκφοβισμό των μικρών παιδιών
ό.π.τ.
:
Ήρτεν λύκος, ήρτεν χούχος, έτσι ήλεαμ’ να μη φωνάζουν
(Ήρθε ο λύκος, ήρθε ο μπαμπούλας, για να μη φωνάζουν, ενν. τα παιδιά))
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Θά 'ρθει ο χόχος!
(Θα έρθει ο μπαμπούλας!)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333