Χριστόπασκα
(ουσ. ουδ.)
Χριστόπασκα
[xriˈstopaska]
Φλογ.
Από τα ουσ. Χριστός και Πάσκα.
Η εορτή των Χριστουγέννων
Συνών.
Χριστός
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025