χρίνω
(ρ.)
χρίνω
[ˈxrino]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
χρίνου
[ˈxrinu]
Σίλ.
χρίζω
[ˈxrizo]
Φάρασ.
Παθ.
χρίζουμαι
[ˈxrizume]
Αραβαν.
Από το αρχ. ρ. χρίω, με μεταπλ. αναλογ. προς ερρινόληκτα ρ., πβ. κλείω-έκλεισα > κλείνω, λύω-έλυσα > λύνω. Ο τύπ. χρίζω ήδη μεσν. με μεταπλ. κατά ρ. σε -ζω.
1. Ασβεστώνω, σοβατίζω
ό.π.τ.
:
Το σπίσ̑' χρίστσ̑η
(Το σπίτι ασβεστώθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάτου είχαμε χώμα και το χρίσκαμε το χρόνο τρεις φορές
(Κάτω είχαμε χώμα και το ασβεστώναμε τρεις φορές το χρόνο)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Σαμού ερχούτουν Αε-Κωσταϊνος πάλι χρίνκαμε τα σπίτε
(Όταν ερχόταν η εορτή του Αγ. Κωνσταντίνου πάλι ασβεστώναμε τα σπίτια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χρίνομε μο τον τσοράχο
(Επιχρίουμε με αδιάβροχο πηλό)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
ασπρίζω, σουβατίζω
2. Αλείφω
Φάρασ.
:
Να χρίσετε το στόμα σας
(Να αλείψετε το στόμα σας, ενν. με ένα αβγό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.