ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρέος (ουσ. ουδ.) χι̂ριός [xɯˈrʝos] Αξ., Μαλακ. χουριός [xuˈrʝos] Μισθ. χρο [xro] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. χι̂ριόσια [xɯˈrʝosça] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. χρέος.
Χρέος ό.π.τ. : To βαβά μας με τ' αφήνουμ' να κοιμάται με το χι̂ριός (Τον πατέρα μας μην τον αφήνουμε να κοιμάται με το χρέος, δηλ. ας αποπληρώσουμε το χρέος του πεθαμένου) Αξ. -Μαυροχ. Ν'τα πουλήσει τζ̑αι να δώσει σι σένα το χρο του (Θα τα πουλήσει και θα δώσει σε σένα το χρέος του) Σατ. -Παπαδ. Το χρο τιζ έννα τα δώτσ̑ει; (Το χρέος ποιος θα το πληρώσει;) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Έχομε λίγα χι̂ργιόσια μι̂ργιόσια εδώρτα ικείρτα ας τα δώκωμ' (Έχουμε λίγα χρέη-ξεχρέη, απόδώ αποκεί ας τα δώσουμε) Μισθ. -ΚΕΕΛ 1361 Ήρτα να κρέψω το χιριός του πατέρα σ' (Ήρθα να ζητήσω το χρέος του πατέρα σου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Τα χιριόσια άκρα θελιά δεν έχ'νε (Τα χρέη δεν έχουν άκρη και θηλειά˙ τα χρέη δεν έχουν αρχή και τέλος, αν αρχίσουν δεν τελειώνουν ποτέ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811