ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρονιάρης (επίθ.) χρονιάρης [xroˈɲaris] Ποτάμ. χρονιάρ' [xroˈɲar] Μαλακ. Θηλ. χρονιάρα [xroˈɲara] Από το μεσν. επίθ. χρονιάρης, το οπ. από το ουσ. χρόνος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Aυτός που έχει ηλικία ενός έτους Ποτάμ.
2. Ηλικιωμένος Μαλακ. Συνών. γερόνι, γέρος, κοτζά, μέγας, παλιός