ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρονιάρης (επίθ.) χρονιάρης [xroˈɲaris] Ανακ., Ποτάμ. χρονιάρ' [xroˈɲar] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Θηλ. χρονιάρα [xroˈɲara] Μαλακ. Από το μεσν. επίθ. χρονιάρης, το οπ. από το ουσ. χρόνος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Aυτός που έχει ηλικία ενός έτους Ανακ., Ποτάμ. : || Ασμ. Χρονιάρης πιάνει το σπαθί, στα δύο το κλονdάρι (Μονοετής πιάνει το σπαθί, διετής το κοντάρι) Ανακ. -ΚΜΣ-CD
2. Ηλικιωμένος Μαλακ., Μισθ. : Χρονιάρα ναίτσ̑ις (Ηλικιωμένες (και χήρες) γυναίκες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γερόνι, γέρος, κοτζά, μέγας, παλιός :2, Αντίθ άγουρος :3
Τροποποιήθηκε: 22/05/2025