χρονιάρης
(επίθ.)
χρονιάρης
[xroˈɲaris]
Ποτάμ.
χρονιάρ'
[xroˈɲar]
Μαλακ.
Θηλ.
χρονιάρα
[xroˈɲara]
Από το μεσν. επίθ. χρονιάρης, το οπ. από το ουσ. χρόνος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Aυτός που έχει ηλικία ενός έτους
Ποτάμ.