ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χρόνος (ουσ.) χρόνος [ˈxronos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. χρόνους [ˈxronus] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Πληθ. Γεν. χρονών [xroˈnon] Μαλακ. χρονώ [xroˈno] Φάρασ. χρονού [xroˈnu] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Φλογ. Πληθ. Αιτ. χρόνες [ˈxrones] Φάρασ. Πληθ. Ουδ. Αιτ. χρόνια [ˈxroɲa] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ. χρόνε [ˈxrone] Φάρασ., Φκόσ. χρόνοζγια [ˈxronozʝa] Σεμέντρ. χρόνα [ˈxrona] Σατ. Από το αρχ. ουσ. χρόνος (στην σημ. 2). Η σημ. 1 μεταγν.
1. Έτος ό.π.τ. : Ένα χρόνος θώρηνάμ' τα (Τα βλέπαμε επί έναν χρόνο) Ανακ. -Cost. Έκωσε α χρόνος (Πέρασε ένας χρόνος) Φάρασ. -Dawk. Να πήγα ένα χρόνου, φτανινόσκι με εμένα (Αν πήγαινα έναν χρόνο, μου αρκούσε εμένα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ατσονdιά χρόνες νενgώθεις, είδες τσ̑αι α φίδι; (Όλα αυτά τα χρόνια που τριγυρνάς (κυνηγώντας), έχεις δει και κάποιο φίδι;) Φάρασ. -Dawk. Πέρνασαν μέρες, μήνες, χρόνια (Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Στα οφτά χρόνες 'στέρου πήγε ο τζ̑υνογάρ, ηύρε τομ μπροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου (Ύστερα από εφτά χρόνια, πήγε ο αετός και βρήκε τον Προφήτη Ηλία μέσα στα σύννεφα· παραμ.) Τίρια χρόνια ρεν τον είραμι (Τρία χρόνια δεν τον είδαμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κανένα χρόνους ντε μπόρισκι να σωρόψ' μήλα και κλέφτισκανε (Καμιά χρονιά δεν μπόρεσε να μαζέψει μήλα (από τον κήπο του), επειδή τα έκλεβαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Φρ. Του χρόν' (του χρόνου˙ τον επόμενο χρόνο) Μισθ. -Κωστ.Μ. τ' χρόν' (του χρόνου˙ τον επόμενο χρόνο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ομbρό ντου του χρόνου (εμπρός του χρόνου˙ τον προηγούμενο χρόνο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χρόνια χρόνια Σίλ. -Κωστ.Σ. Τε εμbρό σα χρόνε (Τα εμπρός στα χρόνια˙ Τα παλιά τα χρόνια) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Ό,τσ̑ι φερίσ̑κει ένα γ̑μέρα ντέν ντο φερίσ̑κει ένα χρόνος (Ό,τι φέρνει μιά μέρα δεν το φέρνει ένας χρόνος˙ Όσα φέρνει η ώρα δεν φέρνει ο χρόνος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όσα φέρ' η ώρα ο χρόνος δεν τα φέρ' (Όσα φέρνει η ώρα ο χρόνος δεν τα φέρνει˙ Όσα φέρνει η ώρα δεν φέρνει ο χρόνος) Σινασσ. -Αρχέλ. Σε μένα του τζ̑ο φτάνει το ισάνι, να σώσει πουά χρόνες (Ο άνθρωπος που δεν φτάνει σε μένα, να ζήσει πολλά χρόνια˙ Όποιος δεν με βλάφτει ας ζήσει πολλά χρόνια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Η περίοδος της ζωής ενός ατόμου ή μέρος αυτής Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Πέρνασαν ντα χρόνια μ' τσ̑ι γιοριονιάσα (Πέρασαν τα χρόνια μου και γέρασα) Μισθ. -Κοτσαν. Ένdουνε πένdε χρονώ (Έγινε 5 ετών) Φάρασ. -Dawk. Είχαν gι ένα παιρί ντεκαπένdε χρονού (Είχαν κι ένα παιδί 15 ετών) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πόσου χρονού; Ρεκοχτώ χρονού (Πόσων χρονών; 18 χρονών) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χρόνοζγια μπολλά έχω (Είμαι μεγάλης ηλικίας) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Φρ. Ας φάει τα χρόνια τ' (Ας φάει τα χρόνια του˙ Ας πεθάνει (κατάρα)) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χρόνια πολλά Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα χρόνια τ' πέρνασαν (Τα χρόνια του πέρασαν˙ Γέρασε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να κοπούν τα χρόνια μ' (Να κοπούν τα χρόνια μου (αν το έκανα)˙ Να πεθάνω (αν το έκανα αυτό που ορκίζομαι ότι δεν έκανα)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άφ'κε χρόνους εσε (Μας άφησε χρόνους˙ Πέθανε) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Τα χρόνια μ' δεκατέσσερα, ασπρίσαν τα μαλλιά μ' (Αν και είμαι (μόνο) δεκατεσσάρων ετών, ασπρίσαν τα μαλλιά μου) Μισθ. -Κωστ.Μ.