χρόνος
(ουσ.)
χρόνος
[ˈxronos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
χρόνους
[ˈxronus]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
Πληθ. Γεν.
χρονών
[xroˈnon]
Μαλακ.
χρονώ
[xroˈno]
Φάρασ.
χρονού
[xroˈnu]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
Πληθ. Αιτ.
χρόνες
[ˈxrones]
Φάρασ.
Πληθ. Ουδ. Αιτ.
χρόνια
[ˈxroɲa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
χρόνε
[ˈxrone]
Φάρασ., Φκόσ.
χρόνοζγια
[ˈxronozʝa]
Σεμέντρ.
χρόνα
[ˈxrona]
Σατ.
Από το αρχ. ουσ. χρόνος (στην σημ. 2). Η σημ. 1 μεταγν.
1. Έτος
ό.π.τ.
:
Ένα χρόνος θώρηνάμ' τα
(Τα βλέπαμε επί έναν χρόνο)
Ανακ.
-Cost.
Έκωσε α χρόνος
(Πέρασε ένας χρόνος)
Φάρασ.
-Dawk.
Να πήγα ένα χρόνου, φτανινόσκι με εμένα
(Αν πήγαινα έναν χρόνο, μου αρκούσε εμένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατσονdιά χρόνες νενgώθεις, είδες τσ̑αι α φίδι;
(Όλα αυτά τα χρόνια που τριγυρνάς (κυνηγώντας), έχεις δει και κάποιο φίδι;)
Φάρασ.
-Dawk.
Πέρνασαν μέρες, μήνες, χρόνια
(Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Στα οφτά χρόνες 'στέρου πήγε ο τζ̑υνογάρ, ηύρε τομ μπροφήτη Ηλία σα σύννεφα 'πέσου
(Ύστερα από εφτά χρόνια, πήγε ο αετός και βρήκε τον Προφήτη Ηλία μέσα στα σύννεφα· παραμ.)
Τίρια χρόνια ρεν τον είραμι
(Τρία χρόνια δεν τον είδαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κανένα χρόνους ντε μπόρισκι να σωρόψ' μήλα και κλέφτισκανε
(Καμιά χρονιά δεν μπόρεσε να μαζέψει μήλα (από τον κήπο του), επειδή τα έκλεβαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Του χρόν'
(του χρόνου˙ τον επόμενο χρόνο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
τ' χρόν'
(του χρόνου˙ τον επόμενο χρόνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
ομbρό ντου του χρόνου
(εμπρός του χρόνου˙ τον προηγούμενο χρόνο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χρόνια χρόνια
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τε εμbρό σα χρόνε
(Τα εμπρός στα χρόνια˙ Τα παλιά τα χρόνια)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Ό,τσ̑ι φερίσ̑κει ένα γ̑μέρα ντέν ντο φερίσ̑κει ένα χρόνος
(Ό,τι φέρνει μιά μέρα δεν το φέρνει ένας χρόνος˙ Όσα φέρνει η ώρα δεν φέρνει ο χρόνος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όσα φέρ' η ώρα ο χρόνος δεν τα φέρ'
(Όσα φέρνει η ώρα ο χρόνος δεν τα φέρνει˙ Όσα φέρνει η ώρα δεν φέρνει ο χρόνος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σε μένα του τζ̑ο φτάνει το ισάνι, να σώσει πουά χρόνες
(Ο άνθρωπος που δεν φτάνει σε μένα, να ζήσει πολλά χρόνια˙ Όποιος δεν με βλάφτει ας ζήσει πολλά χρόνια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Η περίοδος της ζωής ενός ατόμου ή μέρος αυτής
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Πέρνασαν ντα χρόνια μ' τσ̑ι γιοριονιάσα
(Πέρασαν τα χρόνια μου και γέρασα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένdουνε πένdε χρονώ
(Έγινε 5 ετών)
Φάρασ.
-Dawk.
Είχαν gι ένα παιρί ντεκαπένdε χρονού
(Είχαν κι ένα παιδί 15 ετών)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πόσου χρονού; Ρεκοχτώ χρονού
(Πόσων χρονών; 18 χρονών)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χρόνοζγια μπολλά έχω
(Είμαι μεγάλης ηλικίας)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
|| Φρ.
Ας φάει τα χρόνια τ'
(Ας φάει τα χρόνια του˙ Ας πεθάνει (κατάρα))
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Χρόνια πολλά
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα χρόνια τ' πέρνασαν
(Τα χρόνια του πέρασαν˙ Γέρασε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να κοπούν τα χρόνια μ'
(Να κοπούν τα χρόνια μου (αν το έκανα)˙ Να πεθάνω (αν το έκανα αυτό που ορκίζομαι ότι δεν έκανα))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άφ'κε χρόνους εσε
(Μας άφησε χρόνους˙ Πέθανε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Τα χρόνια μ' δεκατέσσερα, ασπρίσαν τα μαλλιά μ'
(Αν και είμαι (μόνο) δεκατεσσάρων ετών, ασπρίσαν τα μαλλιά μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.