χρονιάζω
(ρ.)
χρονιάζω
[xroˈɲazo]
Μαλακ.
Από το νεότ. ρ. χρονιάζω, το οπ. από το ουσ. χρόνος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.