γέρος
(ουσ. αρσ.)
γέρος
[ˈʝeros]
Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ.
γέρους
[ˈʝerus]
Φάρασ.
γιόρος
[ˈʝoros]
Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τελμ., Φλογ.
γιόρους
[ˈʝorus]
Μαλακ.
Πληθ.
γερόια
[ʝeˈroia]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. γέρος (< αρχ. γέρων).
1. Ως ουσ., γέρος
ό.π.τ.
:
Γέρος ήτουνε κατό χρονώ
(Ο γέρος ήταν εκατό χρονών)
Φάρασ.
-Dawk.
Μόνο γερόια, νέα ντε μπαίνισ̑καν νεκκλησ̑ά Μαάλ’ Τσ̑ερετσ̑ή
(Μόνο γέροι, οι νέοι δεν έμπαιναν στην εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γερόνι :1, ιχτιάρης :1, Αντίθ
ντελικανής :1
2. Ως επίθ., γέρος-γριά
ό.π.τ.
:
Ένα γιόροζ ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαμ' μπαχάρια
(Μιά γριά γυναίκα κουβάλαγε ωραία φαγητά, μυρίζαμε μπαχαρικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μοναστηριού το ηγούμενος πολύ γιόρος 'ναι
(Ο ηγούμενος του μοναστηριού είναι πολύ γέρος)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
γερόνι :2, κοτζά, παλιός :2, χρονιάρης, Αντίθ
ντελικανής :2
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025