ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γέρος (ουσ. αρσ.) γέρος [ˈʝeros] Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ. γέρους [ˈʝerus] Φάρασ. γιόρος [ˈʝoros] Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τελμ., Φλογ. γιόρους [ˈʝorus] Μαλακ. Πληθ. γερόια [ʝeˈroia] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. γέρος (< αρχ. γέρων).
1. Ως ουσ., γέρος ό.π.τ. : Γέρος ήτουνε κατό χρονώ (Ο γέρος ήταν εκατό χρονών) Φάρασ. -Dawk. Μόνο γερόια, νέα ντε μπαίνισ̑καν νεκκλησ̑ά Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ή (Μόνο γέροι, οι νέοι δεν έμπαιναν στην εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γερόνι :1, ιχτιάρης, παλιός
2. Ως επίθ., γέρος-γριά ό.π.τ. : Ένα γιόροζ ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαμ' μπαχάρια (Μια γριά γυναίκα κουβάλαγε ωραία φαγητά, μυρίζαμε μπαχαρικά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μοναστηριού το ηγούμενος πολύ γιόρος 'ναι (Ο ηγούμενος του μοναστηριού είναι πολύ γέρος) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γερόνι :2, κοτζά, παλιός, χρονιάρης :2