γέρος
(ουσ. αρσ.)
γέρος
[ˈʝeros]
Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ.
γέρους
[ˈʝerus]
Φάρασ.
γιόρος
[ˈʝoros]
Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τελμ., Φλογ.
γιόρους
[ˈʝorus]
Μαλακ.
Πληθ.
γερόια
[ʝeˈroia]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. γέρος (< αρχ. γέρων).
2. Ως επίθ., γέρος-γριά
ό.π.τ.
:
Ένα γιόροζ ναίκα κουβάλεινε καλά γεμέκια, μύριζαμ' μπαχάρια
(Μια γριά γυναίκα κουβάλαγε ωραία φαγητά, μυρίζαμε μπαχαρικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μοναστηριού το ηγούμενος πολύ γιόρος 'ναι
(Ο ηγούμενος του μοναστηριού είναι πολύ γέρος)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
γερόνι :2, κοτζά, παλιός, χρονιάρης :2