γεσίλι
(επίθ.)
γεσ̑ίλι
[ʝeˈʃili]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
γεσίλε
[ʝeˈsile]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επιθ. yeşil = α) πράσινος β) διαλεκτ., αγριόπαπια (επειδή έχει πράσινο κεφάλι). Για την λ. βλ. και Μπόγκας (1959: 125).
2. Ως ουσ., το πράσινο χρώμα
ό.π.τ.
3. Το χρώμα γενικότερα
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Τους δι-έσες τα ερτσέδε
αντί λιμλίζ γεσίλε (Έβαλες τις πλεξίδες στην σειρά
σαν του πουλιού τα χρώματα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. ρένγκι
αντί λιμλίζ γεσίλε (Έβαλες τις πλεξίδες στην σειρά
σαν του πουλιού τα χρώματα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. ρένγκι
4. Αγριόπαπια
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Έσυρεν τζ̑αι δώτσε τζ̑αι α γεσ̑ίλι
χτες την ευίτσα σον Εζ-Βασίλη (Τουφέκισε και σκότωσε μιά αγριόπαπια
χθες την αυγούλα του Άη-Βασίλη) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. ντουρνά
χτες την ευίτσα σον Εζ-Βασίλη (Τουφέκισε και σκότωσε μιά αγριόπαπια
χθες την αυγούλα του Άη-Βασίλη) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. ντουρνά