τουρνά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ντουρνάγια
[durˈnaʝa]
Μισθ.
τουρνάρια
[turˈnarʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. turna, όπου και διαλεκτ. τύπ. durna = γερανός (Eren 1999, λ. turna).
2. Αγριόπαπια
Συνών.
γεσίλι
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025