τουρβαχί
(ουσ. ουδ.)
τουρβαχί
[turvaˈçi]
Σινασσ.
ντουρβαχι̂́
[durvaˈxɯ]
Ανακ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. duvak (< παλ. τουρκ. tuğ = κάλυμμα) = α) πέπλο, κάλυμμα β) διαλεκτ., πήλινο κάλυμμα για αγγείο ή για το ταντούρι γ) κομμάτι από κεραμίδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. duvah, duvağ, duvağı, tuvak, με ανάπτ. [r] (Eren 1999: λ. duvak, THADS, 4, λ. duvah I, II, duvağ I, II, duvağı, TSS 5, λ. tuvak).