τούρνα
(ουσ. ουδ.)
τούρνα
[ʹturna]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. τοῦρνα = λούτσος, πβ. και τουρκ.ουσ. turna balığı.
Το ψάρι του γλυκού νερού Τούρνα (Esox lucius).
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025