τουρεμέ
(ουσ.)
τουρεμέ
[tureˈme]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. türeme = α) παιδί εκτός γάμου β) μπάσταρδος (THADS, λ. türeme Ι).
Αλήτης