τουρκμενιός
(ουσ. αρσ.)
τουρκμενιούς
[turkmeˈɲus]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. Türkmen = Τουρκμένιος, Τουρκομάνος. Πβ. μεσν. ουσ. Τουρκομάνος.
Αυτός που ταξιδεύει κατά την νύχτα σε τουρκικά χωριά