τουνέκι
(ουσ. ουδ.)
τουνέκι
[tuˈneci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dönek= περιστέρι που κάνει ελιγμούς καθώς πετά (TSS, λ. dönek, THADS, λ. dönek IV). Εσφαλμένη η ετυμολόγηση της Önder (2022: 51) από το τουρκ. ουσ. tünek = κλαδί όπου κουρνιάζουν τα πουλιά.
Αρσενικό περιστέρι.
Πβ.
γκιουβερτσίνι, περιστέρι