τουκάνι
(ουσ. ουδ.)
τουκάνι
[tuˈkani]
Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
τουκάν'
[tuˈkan]
Αξ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
τ͑ουκάν'
[tʰuˈkan]
Ανακ.
ντουκάν'
[du ˈkan]
Δίλ.
ντοκάν'
[doˈkan]
Μισθ.
δουγέν'
[ðuˈʝen]
Γούρδ.
ντουγέν'
[duˈʝen]
Αραβαν.
ντϋβέν'
[dyˈven]
Μισθ.
Πληθ.
τοκάνια
[toˈkaɲa]
Μισθ.
τουκάνα
[tuˈkana]
Κίσκ.
ντουέν'
[duˈen]
Μισθ.
Aπό το μεταγν. ουσ. τυκάνιον, υποκορ. του ουσ. τυκάνη. Για τους τύπ. δουγέν’ και ντουγέν’ ως αντιδάν. από τουρκ. διαλεκτ. düyen / düğen (< τουρκ. döven < δουκάνη παρετυμολ. προς το τουρκ. ρ. dövmek =κοπανώ). Για την ετυμολόγηση των τουρκ. διαλεκτ. τύπ. από την ελλ. λ. βλ. και Tietze (1955: 217).
Δοκάνα, σανίδα με μυτερές πέτρες στερεωμένες στο κάτω μέρος, η οποία σέρνεται από υποζύγια, για τον διαχωρισμό του καρπού από τα στάχυα κατά το αλώνισμα
ό.π.τ.
:
Ταβρούμε το τουκάνι 'ς α’ώνι 'ς ’ον τεμίσι ’πέσου
(σέρνουμε στην κάψα του καλοκαιριού τη δοκάνα στο αλώνι,)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ζέιξαν τα πράμαδα σουν ντοκάν
(ζεύαμε τα ζώα στο δοκάνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λίχνιζαμ’ ντ΄αλώνια μι τοκάνια
(λιχνίζαμε στα αλώνια με δοκάνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου ντοκάν είσιν χτάρ' ααπ'κάτ'
(Το δοκάνι είχε πέτρα από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ικεί μέση τ' κειότον ένα αλωνισμάτ' τουκάν
(Εκεί στη μέση ήταν μιά δουκάνη του αλωνίσματος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Σο χρόνο α φορά τρώ’ το τουκάνι
(στον χρόνο μιά φορά τρώει το δοκάνι ˙ μιά φορά χαίρεται κάποιος για ένα πράγμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δοκάνα