τούμι
(επίθ.)
τ͑ούμι
['tʰumi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. tüm = ολόκληρος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. tum (THADS, λ. tum II).
Ολόκληρος, ακέραιος, ατόφιος
Φάρασ.
:
Γυρεύω ντα τ͑ούμι
(το θέλω ολόκληρο)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ανdί τ͑ούμι ξύο είσαι
(Σαν ατόφιο ξύλο είσαι˙ Για τους οκνηρούς ή βραδυκίνητους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.