ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τούμι (επίθ.) τ͑ούμι ['tʰumi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. tüm = ολόκληρος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. tum (THADS, λ. tum II).
Ολόκληρος, ακέραιος, ατόφιος Φάρασ. : Γυρεύω ντα τ͑ούμι (το θέλω ολόκληρο) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Ανdί τ͑ούμι ξύο είσαι (Σαν ατόφιο ξύλο είσαι˙ Για τους οκνηρούς ή βραδυκίνητους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.