τουισούλης
(επίθ.)
τουισούλης
[tuiˈsulis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. tüysüz = α) άχνουδος, που δεν έχει βγάλει ακόμα χνούδι β) μτφ., νεαρός
Σπανός
Συνών.
κιοσές