τουζλατίζω
(ρ.)
τουζλατίζω
[tuzla'tizo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
τουζλατίζου
[tuzla'tizu]
Φάρασ.
Παρατατ.
τουζ̑λατίσκα
[tuʒla'tisκa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tuzlamak = αλατίζω.
Αλατίζω
ό.π.τ.
:
Το μεσημέρι παίρκεν τα αας, τουζ̑λατίσκεν
(Tο μεσημέρι έπαιρνε το αλάτι, αλάτιζε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αλμίζω