ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουζλατίζω (ρ.) τουζλατίζω [tuzlaˈtizo] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. τουζλατίζου [tuzlaˈtizu] Φάρασ. Παρατατ. τουζ̑λατίσκα [tuʒlaˈtisκa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. tuzlamak = αλατίζω.
Αλατίζω ό.π.τ. : Το μεσημέρι παίρκεν τα αας, τουζ̑λατίσκεν (Tο μεσημέρι έπαιρνε το αλάτι, αλάτιζε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλμίζω
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025