τοσούν
(ουσ. ουδ.)
τ͑οσούν
[tʰοˈsun]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. tosun= α) νεαρός ταύρος, μοσχάρι β) παλληκάρι.
Μοσχάρι ενός έτους