ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τόπος (ουσ. αρσ.) τόπος ['topos] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. τ͑όπους ['tʰopus] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. τόπας ['topas] Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. νdόπος [nˈdopos] Αξ., Αραβαν. Πληθ. τόποι ['topi] Κίσκ. τόπουροι ['topuri] Σίλ. Αιτ. νdόπ'ς [nˈdops] Αξ. Από το αρχ. ουσ. τόπος. Για τη χρήση του ουσ. τόπος ως επίρρ., πβ. τη τουρκ. φρ. benin yerine = στον δικό μου τόπο, αντί για εμένα.
1. Μέρος, τόπος ό.π.τ. : Έι, αδελφέ, εσένα σαλντούν σε σα τεχλικαλίδια σα τόπους, να σε ο̈λντϋρντίσουν (λοιπόν, αδελφέ, εσένα σε στέλνουν στα επικίνδυνα μέρη να σε σκοτώσουν) Τελμ. -Dawk. Σ̑ηκώαν, πήγιαν, ήρταν εκού ντο τόπος (σηκώθηκαν, πήγαν, ήρθαν σε αυτό το μέρος) Ουλαγ. -Dawk. Ας το ντέκω ουζάq τόπος, με πορείς̑ να φύγει (ας τον στείλουμε σε ένα μακρινό μέρος ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει) Ουλαγ. -Dawk. Σόναdαν ιτσ̑ά το ρυό ντα qαρdάσ̑α ήρταν ένα τόπος (μετά αυτά τα δύο αδέλφια ήρθαν σε ένα μέρος) Ουλαγ. -Dawk. Ιτούτα τ’ αδέλφια έφγανι απικιού, κι πήγαν σ’ ένα άλλου τόπους, που καθούτανι βασιλέγας (αυτά τα αδέλφια έφυγαν από εκεί και πήγαν σε ένα άλλο μέρος όπου έζησε ο βασιλιάς) Μαλακ. -Dawk. Αbεgεί παίν σ’ ένα άλλο τόπος (από εκεί πηγαίνει σε ένα άλλο μέρος) Φλογ. -Dawk. Γιόμωνεν τόπους (γέμιζε ο τόπος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σου ξερό σου τόπους σταμάτιζαμ' να ντου λάσουμι τσ̑ι πααίνισ̑καμ' τσ̑ι χέριζαμ' (όταν στέγνωνε ο τόπος, σταματούσαμε το όργωμα και πηγαίναμε και θερίζαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντο πήα ντο τόπος πολύ μεμνούν έν-να (στο μέρος που πήγα ευχαριστήθηκα πολύ) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο κορίσ̑' εκού ντο τόπος κάνεινα ντε ντανίdεινε (το κορίτσι σε εκείνο το μέρος κανέναν δεν ήξερε) Ουλαγ. -Κεσ. Τ' έναν ντόπου (σε κάποιο μέρος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντεν έν' ντόπος και να κάτσω (δεν υπάρχει μέρος για να καθίσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σε εκεινά ντου τόπους να γαβουστίσουμ' (Σε εκείνο το μέρος θα συναντηθούμε ) Μισθ. -Κοτσαν. Χορταριάρ' νdόπος (χορταριασμένος τόπος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ερχούσανdε τα ίδε τζ̑αι τα πρόβατα σ’ α στενόν τόπας (Ερχόντουσαν τα γίδια και τα πρόβατα σ' ένα στενό μέρος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φυάκνουμε τον τόπα μας μο τα σ̑έρε μας, μο τα τ͑ουφάνκ͑ε μας τζ̑αι μο τα μασ̑αίρε μας (Φυλάμε τον τόπο μας με τα χέρια μας, με τα τουφέκια μας και με τα μαχαίρια μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Πσ̑άσαν τα πουγιάρια τ' τόπος (έπιασαν τα πόδια του τόπο˙ βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το νιχέρ' σον ντόπο τ' βαρύ 'ναι (η πέτρα στον τόπο της είναι βαριά˙ ο καθένας στον τόπο του έχει πέραση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σ̑κυλί σο τρώει τον ντόπο λιάσ̑' (το σκυλί στον τόπο που τρώει γαβγίζει˙ όταν αναγνωρίζουμε το καλό που μας έκαναν και υποστηρίζουμε τον ευεργέτη μας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κοτσ̑ί 'α νάβρει τον ντόπαν ντου, να φυτρώσει καό (ο σπόρος θα βρει τον τόπο του, για να φυτρώσει καλός˙ ο κάθε άνθρωπος βγαίνει έξυπνος ή κουτός ανάλογα με τον τόπο που γεννήθηκε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γερ, γιάνι, μεριά, μέρος, ορταλίκι
β. Περίσταση Φάρασ. : Αδέ του να κατζ̑έψουμ' 'ντάμα τζ̑αι να μαργαώσουμ' τόπας τζ̑ό 'νι (Εδώ δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε και να μαλώσουμε ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Θέση Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φερτάκ., Φκόσ. : Και σόγνα τα σπίτια τ' ήρταν πάλ’ σο τόπος-ι-τ' (και αμέσως τα σπίτια επέστρεψαν ξανά στη θέση τους) Φερτάκ. -Dawk. 'Κόνας του τόπους (της εικόνας τη θέση) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ένα μέγα χτέρ' τσ̑ότουν νεκκλησ̑άς τ͑όπους (ήταν μία πέτρα μεγάλη σαν θέση εκκλησίας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κάτσε ντο τόπος-ι-σ' (κάτσε στη θέση σου) Ουλαγ. -Κεσ. Άμε ντο τόποςι σ' (πήγαινε στον τόπο σου) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο τόπος-ι-τ' σεκνημένο 'ναι (στη θέση του είναι βαλμένο) Ουλαγ. -Κεσ. Σόγνα ντο χ̇ιρσίζ ήρτε έκατσε χ̇ιζμεκερjού ντο τόπος (ύστερα ο κλέφτης ήρθε και έκατσε στη θέση της υπηρέτριας) Ουλαγ. -Κεσ. Εικόνα ρεν 'γι τουν ντόπουν ντου (η εικόνα δεν είναι στη θέση της) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κάτση σου τόπους (κάτσε στη θέση σου) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Κάτσε σον ντόπα σου βαρα̈́, να σε σαϊτιέσουνε (κάτσε στη θέση σου φρόνιμα για να σε εκτιμήσουν˙ ο άνθρωπος πρέπει να φέρεται όπως του πάει/στην πατρίδα του κανείς έχει πάντα μεγαλύτερη εκτίμηση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σον ντόπαν ντου κορά 'α φιλήσ' σ̑έρε· σον ντόπαν ντου κορά 'άν'dα βρίσ' τσ̑όας (ανάλογα με τη θέση του θα του φιλήσεις το χέρι· ανάλογα με τη θέση του θα τον βρίσεις κιόλας˙ θα πρέπει να φερόμαστε στον άλλον όπως του αξίζει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Χωράφι Ανακ., Φάρασ. : 'φήνω 'νος νημερ'νού τόπας (Αφήνω, ενν. στη διαθήκη μου, ένα χωράφι εκτάσεως ενός μεροκάματου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Είπιν τα χα νάσουν τον τόπου (Είπε ότι θα οργώσουν το χωράφι) Φάρασ. -Bağr. Του ήασαμ' ο τόπας ήτουν παλό σ̑έρτση (Το χωράφι που οργώσαμε ήταν παλιό χέρσο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γιαζί, κόμμα, χωράφι
4. Ως επίρρ., αντί Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ. : Χερίφος το να χ̇ιρσλανdίσ̑ το νdόπο, γέλασε (ο άνθρωπος αντί να θυμώσει, γέλασε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ν' ακούσ̑' εμένα το νdόπο (αντί να ακούσει εμένα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσατσ̑ού τόπας (αντί για ξύλο) Φάρασ. -Ανδρ. Τουκανού τόπας (αντί για τουκάνι) Φάρασ. -Ανδρ. Το γαϊρίδι πάλι ναίκας τόπας παίρνουν ντα (παίρνουν οι άντρες τον γάιδαρο αντί για μία γυναίκα;) Φάρασ. -Dawk. Το σο ντο τόπος ογώνα παίνω (αντί για σένα εγώ πηγαίνω) Ουλαγ. -Κεσ. 'ς το 'μόν το νdόπο (αντί για μένα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'ς τον σον το νdόπο έφαγα εγώ το ξύλο (αντί για σένα έφαγα εγώ το ξύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.