μερί ( ουσ. ουδ.
)
μερί
[meˈri]
Κίσκ., Φάρασ.
Πληθ.
μερία
[meˈria]
Αφσάρ.
μεριά
[meˈrʝa]
Σινασσ.
...
μεριά
(ουσ. θηλ.)
μερα̈́
[meˈræ]
Φάρασ.
μεριά
[meˈrʝa]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
μερέ
[meʹre]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. μερέα > μεριά.
1. Μεριά, μία πλευρά ή κατεύθυνση σε αντιδιαστολή προς άλλη
ό.π.τ.
:
Λοξά μου τσ̑η μεριά
(Στη δεξιά μεριά μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Στέκνισ̑καν εκεί μεριά με το τ͑υφέκ'
(Έστεκαν σε εκείνη την μεριά με το τουφέκι)
Ανακ.
-Cost.
'σ' τὄιναν τη μερα̈́ νά 'σ̑ει μαντραγάλα̈ τζαι 'σ' τε τ' άου φτασμένα σταφύλα̈
(Από την μία μεριά να έχει αγουρίδες και από την άλλη ώριμα σταφύλια, ενν. η κληματαριά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
’σ’ το ίναν τη μερα̈́ να ’θίζει ’σ’ τε τ΄ άου να ’πεθίζει
(Από τη μία μεριά να ανθίζει και από την άλλη να απανθίζει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έθακαν τα πάνου τη μερέ κάτου, τζ̑αι τα κάτου τη μερέ πάνου
(Τοποθέτησαν την πάνω την πλευρά κάτω και την κάτω την πλευρά πάνω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σο Βαρασ̑ού ντη μερα̈́, τσ̑άπου δεβαίνει 'πό ‘μπρόν ντου το ποτάμι
(Στη μεριά των Φαράσων, εκεί από όπου περνάει μπροστά το ποτάμι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Το ασθενάρ' ντεν μπόρισκεν να κουνήσ’ το λαιμό τ’ ούτε ας σο ντεξιά ούτε ασ' σο άλλο μεριά
(Ο άρρωστος δεν μπορούσε να κουνήσει τον λαιμό του ούτε δεξιά ούτε από την άλλη μεριά )
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα μεγάλα τα ναίκες κάθουνται πίσω μεριά, κάτω
(Οι ηλικιωμένες γυναίκες κάθονται στην πίσω πλευρά (ενν. της εκκλησίας), κάτω)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Να, τα Έξι Αδέρφια ξέβαν’ εδώ μεριά, ώρα πέρασεν
(Να, τα Έξι Αδέλφια (ο Αυγερινός) βγήκαν από την εδω μεριά, η ώρα πέρασε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήτουν σου χωρού μας το Νότον τη μερέ
(Ήταν στη νότια πλευρά του χωριύ μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
Όλιος ήρτεν εδώ/εκεί μεριά
(Ο ήλιος βγήκε από την εδώ/την εκεί μεριά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τζ̑’ ήδειξεν σην Ανατολή τη μερα̈́ αν ψεό ρουσ̑ί
(Και έδειξε προς την μεριά της Ανατολής ένα ψηλό βουνό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Aπιτσ̑ά στη μερέ
(Από εκεί στην μεριά˙ από εκείνη την μεριά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Tα πίσ' η μερα̈́
(Η πίσω μεριά˙ το τέλος, ενν. της ζωής ή του κόσμου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το βιόνι τζ̑ο πορεί ντα δεβάσει ’ς τε τ’ άβου τη μερα̈́
(Δεν μπορεί να περάσει την βελόνα στην άλλη μεριά˙ περιφρονητική δήλωση ανικανότητας για γυναίκες)
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τσ̑απ' 'α φυσήσει άνεμος, κώθει απιτσ̑εί τη μερα̈́
(Όπου θα φυσήξει ο άνεμος, γυρνά από κείνη την μεριά˙ για ασταθή άνθρωπο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με το συμφέρον του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Φέρε τα δύο άκρες σ’ α μερα̈́
(Φέρε τις δύο άκρες σε μία μεριά˙ προσπάθησε οι πράξεις σου να έχουν αποτέλεσμα, να μην είναι άσκοπες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ρίξε το χώμα σου μεριά, την πλάκα σου στην άλλη
κι έβγα ν΄ακούσεις κλάματα και μαύρα μοιρολόγια (Ρίξε το χώμα σου στην μιά μεριά, την πλάκα σου στην άλλη
κι έβγα ν’ ακούσεις κλάματα και μαύρα μοιρολόγια) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιάνι, γόλι, κετσέ, μερόθες, ταράφι :1
κι έβγα ν΄ακούσεις κλάματα και μαύρα μοιρολόγια (Ρίξε το χώμα σου στην μιά μεριά, την πλάκα σου στην άλλη
κι έβγα ν’ ακούσεις κλάματα και μαύρα μοιρολόγια) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιάνι, γόλι, κετσέ, μερόθες, ταράφι :1
2. Συγκεκριμένο μέρος, θέση, τόπος
:
Σα ποίον τη μερέ πας ’ς αβτζιλίχ̇ι;
(Σε ποια μεριά πας για κυνήγι;)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σωρεύκαν ατζ̑εί τσ̑ιπ του κόσμου οι εργάτοι τζ̑’ οι μάστροι τζ̑’ 'εμώθ’ η μερα̈́ συγκομμένα θάλα̈, μεγμέρα̈ τζ̑αι τσ̑οράχοι
(Μαζεύτηκαν εκεί όλου του κόσμου οι εργάτες και οι μαστόροι και γέμισε o τόπος πελεκητές πέτρες, μάρμαρα και λάσπες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γερ, γιάνι, μέρος :1, ορταλίκι :4, τόπος