ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεραχλούδια (επίρρ.) μεραχλούδα [meraˈxluða] Αφσάρ. μεραχλούδε [meraˈxluðe] Φάρασ. Από το θ. πληθ. του επίθ. μερακλής, όπου και τύπ. μεραχλούς, και το παραγωγ. επίθμ. . ΓΙα τον σχηματ. πβ. ασιρούδια, μπαχαλούδια.
1. Μερακλίδικα, με μεράκι ό.π.τ.
2. Αγχωδώς, παθητικώς, με καημό Φάρασ. : || Ασμ. Συ κάτσες τζαι 'νανούσαι, 'πό μακρά μεραχλούδε (Εσύ κάθεσαι και στοχάζεσαι, από μακριά με καημό) Φάρασ. -Λαμπρ.