μεραχλούδια
(επίρρ.)
μεραχλούδα
[meraˈxluða]
Αφσάρ.
μεραχλούδε
[meraˈxluðe]
Φάρασ.
Από το θ. πληθ. του επίθ. μερακλής, όπου και τύπ. μεραχλούς, και το παραγωγ. επίθμ. -α. ΓΙα τον σχηματ. πβ. ασιρούδια, μπαχαλούδια.
1. Μερακλίδικα, με μεράκι
ό.π.τ.
2. Αγχωδώς, παθητικώς, με καημό
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Συ κάτσες τζαι 'νανούσαι, 'πό μακρά μεραχλούδε
(Εσύ κάθεσαι και στοχάζεσαι, από μακριά με καημό)
Φάρασ.
-Λαμπρ.