ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερακλαντουρντίζω (ρ.) μαραχλανdουρντίζου [maraxlandurˈdizu] Μισθ. Αόρ. μαραχλανdούρτ'σα [maraxlanˈdurtsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. meraklandırmak = μελαγχολώ.
Mελαγχολώ, πέφτω σε κατάθλιψη, μαραζώνω : Μαραχλανdούρτ'σις μι; (Μελαγχόλησες;) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025