μερακλαντουρντίζω
(ρ.)
μαραχλανdουρντίζου
[maraxlandurʹdizu]
Μισθ.
Αόρ.
μαραχλανdούρτ'σα
[maraxlanʹdurtsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. meraklandırmak = μελαγχολώ.
Mελαγχολώ, πέφτω σε κατάθλιψη, μαραζώνω
:
Μαραχλανdούρτ'σις μι;
(Μελαγχόλησες;)
Μισθ.
-Κοτσαν.