ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερακλαντίζω (ρ.) μερακλανdίζω [meraklanˈdizo] Μαλακ., Τελμ. μερακλανdζίζου [meraklanˈdzizu] Σίλ. μεραχλανdίζω [meraxlanˈdizo] Φάρασ. μαραχλανdίζου [maraxlanˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. meraklanmak = ανησυχώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. merahlamak.
1. Ανησυχώ Μαλακ., Τελμ. : Παναΐα πολύ μερακλάντισεν «Τι είναι το κοιλία μ’; Εγώ δεν είδα άντρα»· αντροπιαζόταν ’σ’ σον κόσμο (Η Παναγία πολύ ανησύχησε «Γιατί είναι έτσι η κοιλιά μου; Εγώ δεν είδα άντρα». Ντρεπόταν τον κόσμο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γαϊγιλντίζω, μπογουλντίζω :2
2. Μελαγχολώ, στεναχωριέμαι Μαλακ., Σίλ. : Έχω τρεις ντομάντες να πάρου ένα μεχτούπι σου· οπ’ κείνο και μόνου πολύ μερακλάντσισα (Έχω τρεις βδομάδες να πάρω ένα γράμμα σου, γι' αυτό έχω στεναχωρηθεί πολύ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Μεραχλάντ'σ’ απός τζ̑αι ’ψότσε ’σ’ το μεράχιν του (Στενοχωρήθηκε η αλεπού και ψόφησε απ’ τον καημό της) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Παναΐα πολύ μερακλάνdισεν: «Τι είναι το κοιλία μ';. Εγώ δεν είδα άνdρα»· ανdροπιαζ̑όταν 'σ' σον κόσμον (Η Παναγία στεναχωρήθηκε πολύ. «Τι γίνεται η κοιλιά μου; Εγὠ δεν είδα άντρα». Ένιωθε ντροπή στον κόσμο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ατζιντώ, εριντίζω :2, κλαίω, μαραίνω :2, μαυρίζω :3, σικιλντίζω, ταρσιχτιέω
3. Επιθυμώ πολύ έντονα, ποθώ Φάρασ. Συνών. αρζουλαντίζω, ιστεντίζω, λαχταρίζω :3, ντιλεντίζω