μερακλαντίζω
(ρ.)
μερακλανdίζω
[meraklanˈdizo]
Μαλακ., Τελμ.
μερακλανdζίζου
[meraklanˈdzizu]
Σίλ.
μεραχλανdίζω
[meraxlanˈdizo]
Φάρασ.
μαραχλανdίζου
[maraxlanˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. meraklanmak = ανησυχώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. merahlamak.
1. Ανησυχώ
Μαλακ., Τελμ.
:
Παναΐα πολύ μερακλάντισεν «Τι είναι το κοιλία μ’; Εγώ δεν είδα άντρα»· αντροπιαζόταν ’σ’ σον κόσμο
(Η Παναγία πολύ ανησύχησε «Γιατί είναι έτσι η κοιλιά μου; Εγώ δεν είδα άντρα». Ντρεπόταν τον κόσμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γαϊγιλντίζω, μπογουλντίζω :2
2. Μελαγχολώ, στεναχωριέμαι
Μαλακ., Σίλ.
:
Έχω τρεις ντομάντες να πάρου ένα μεχτούπι σου· οπ’ κείνο και μόνου πολύ μερακλάντσισα
(Έχω τρεις βδομάδες να πάρω ένα γράμμα σου, γι' αυτό έχω στεναχωρηθεί πολύ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Μεραχλάντ'σ’ απός τζ̑αι ’ψότσε ’σ’ το μεράχιν του
(Στενοχωρήθηκε η αλεπού και ψόφησε απ’ τον καημό της)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Παναΐα πολύ μερακλάνdισεν: «Τι είναι το κοιλία μ';. Εγώ δεν είδα άνdρα»· ανdροπιαζ̑όταν 'σ' σον κόσμον
(Η Παναγία στεναχωρήθηκε πολύ. «Τι γίνεται η κοιλιά μου; Εγὠ δεν είδα άντρα». Ένιωθε ντροπή στον κόσμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
ατζιντώ, εριντίζω :2, κλαίω, μαραίνω :2, μαυρίζω :3, σικιλντίζω, ταρσιχτιέω