ντιλεντίζω
(ρ.)
ντιλεdίζω
[dileˈdizo]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
τιλεdίζω
[tileˈdizo]
Φάρασ.
τιλετίζω
[tileˈtizo]
Φάρασ.
τιλαdίζω
[tilaˈdizo]
Φάρασ.
ντιλαϊdίζω
[dilaiˈdizo]
Φάρασ.
ντιλαΐζου
[dilaˈizu]
Μισθ.
ντιλεdού
[dileˈdu]
Ουλαγ.
ντιλιαdού
[diʎaˈdu]
Ουλαγ.
τιλ-λετώ
[tilleˈto]
Φάρασ.
τιλετώ
[tileˈto]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dilemek (< παλ. τουρκ. tile-) = α) επιθυμώ β) ζητώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. dillemek (THADS, λ. dillemek II).
1. Επιθυμώ
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Εσ̑ύ, τό ντιλεdίζ̑εις το τσ̑εσ̑μέ, 'ς φιλάν τα τρία στράτες νεμέσα τρέει κρασ̑ί
(Εσύ, που επιθυμείς τη βρύση, στο τάδε τρίστρατο στην μέση τρέχει κρασί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ψυχή σ’ τι ντιλαϊζ';
(Τι επιθυμεί η ψυχή σου;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αρζουλαντίζω, θέλω, ιστεντίζω, χαβασλαντίζω
2. Εύχομαι, ζητώ
Αραβαν., Ουλαγ.
:
Τι ντιλιαdάς απ' εμέ;
(Τι ζητάς από μένα;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τιλέdει, να ιδούμε πώς τιλεdίζεις
(Ζήτα, να δούμε τι ζητάς)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γυρεύω :1, ζητώ :1, ντιλεύω, παρακαλώ, ταρκουρώ
β.
Προσεύχομαι
Φάρασ.