ντιλέντσεμα
(ουσ. ουδ.)
ντιλέντσεμα
[diˈlentsema]
Τελμ.
Aπό το ρ. ντιλεντσεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ζητιανιά
:
Το ντιλέντσεμα δεν αντροπιάζεται
(Η ζητιανιά δεν είναι ντροπή)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.