ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλίμι (ουσ. ουδ.) ντιλίμ' [diˈlim] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. τιλίμι [tiˈlimi] Τσουχούρ., Φάρασ. τιλίμ' [tiˈlim] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. dilim (< παλ. τουρκ. tilim) = κομμάτι.
Κομμάτι, τεμάχιο, φέτα ό.π.τ. : Έκοψε ένα ντιλίμ' ψωμί κι έντωκεν ντο σο καμήλ’ (Έκοψε μιά φέτα ψωμία και το έδωσε στο καμήλι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φέρ' μι 'να ντιλίμ' γαρπούσ' (Φέρε μου μιά φέτα καρπούζι) Μισθ. -Κοτσαν. Ατιά ποίκ' ντα τέσσερα τιλίμε· φά’ συ τό ινα το τιλίμι, δώσ’ τσ̑αι τ’ άβγο σου αν τιλίμι (Αυτά κάν' τα τέσσερα κομμάτια· φάε εσύ το ένα κομμάτι, δώσε και στο άλογό σου ένα κομμάτι) Φάρασ. -Dawk. Τα ψωμιά σ̑άνισκά τα τιλίμια, σα κεραμίδια πάνω σ̑άνισ̑κά τα κεβρέκια (Τα ψωμιά τα έκοβα φέτες, πάνω στα κεραμίδια τα έκανα παξιμάδια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Χέκι ᾽να ντιλίμ' πορτακάλ᾽ ας φάου (Βάλε μια φέτα πορτοκάλι να φάω) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Σ̑άνου δου ντιλίμια (Το κάνω κομμάτια˙ το κομματιάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Αβγαϊού ντιλίμια (Αβγού φέτες˙ αβγόφετες) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κόμμα :1, μπελίκι :2, ντιλμέ
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025