ντιλεντζήδικα
(επίρρ.)
ντιλεντζήδικα
[dilenˈdʒiðika]
Σινασσ.
Από το θ. ντιλετζηδ- του ουσ. ντιλεντζής και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με συμπεριφορά ζητιάνου
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025