ντιλεύω (I)
(ρ.)
ντιλεύω
[diˈlevo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φάρασ.
τιλεύω
[tiˈlevo]
Φάρασ., Φλογ.
ζουλεύω
[zuˈlevo]
Φάρασ.
Αόρ.
τίλεψα
[ʹtilepsa]
Φλογ.
ζούλεψα
[ˈzulepsa]
Φάρασ.
Προστ.
ντίλεψε
[ˈdilepse]
Αραβαν.
ζουλέπ'
[zuˈlep]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Κατά τον Janse (2021: 229) πιθ. σχετίζεται με το ρ. θηλάζω (*θηλεύω;), άποψη που αναφέρει απορριπτικά ο Καρολίδης (1885: 217). Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 198), από το αρμεν. ρ. udel = τρώγω, κατατρώγω, καταναλώνω.
1. Συντηρώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Τι να γενού; Τεχά, με τα δυό γρούσ̑α τιλεύω το βα μ'
(Τι να γίνω; Να, με τα δύο γρόσια συντηρώ τον πατέρα μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
‘τον γηράσω τα παιντιά μ’ α με ντιλέψ’νε
(Όταν γεράσω τα παιδιά μου θα με συντηρήσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ηύρα τα σαμού ήτουνε μαχτσούμι, πήρα ντα, ήφαρα ντα σο σπίτι μου, ζούλεψα τα
(Τον βρήκα όταν ήταν μωρό, τον έφερα στο σπίτι, τον εξέθρεψα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ζουλέπ’ τη γκαζβάρα, να γλυμήσει τα ‘φτάλμε σου
(Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σου˙ όταν βοηθούμε κάποιον κακό που θα μας βλάψει αργότερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Έσ̑ει μήνα ζουλεύει το χρόνο
(υπάρχει μήνας που τρέφει τον χρόνο˙ για χρονική περίοδο ποὺ αναπληρώνει οικονομικά την απραξία του υπόλοιπου χρόνου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ντίλεψε το γαργάς τα βγάλ' το μάτσ̑ι σ'
(Θρέψε την κάργια να βγάλει το μάτι σου˙ Οι ευεργετηθέντες ανταποδίδουν με κακία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ένα παιδί και τζι παιδί με τα πολλά ζουμbούλια
, και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα. (Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα.) Τελμ. -Lag. Συνών. μπεσλεντώ, φαγίζω
, και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα. (Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα.) Τελμ. -Lag. Συνών. μπεσλεντώ, φαγίζω
2. Προσφέρω φαγητό
Φλογ.
:
Ετό πήρεν με, πηρπήγεν με σο σπίτι τ’, τίλεψεν με, μαυτό τ’ ’πόμεν νησ̑τικός
(Αυτός με πήρε, με πήγε στο σπίτι του, με τάισε, ενώ ο ίδιος έμεινε νηστικός)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
3. Mεσοπαθ., πορίζομαι τα απαραίτητα
Αξ.