ντιλμπέρτσα
(ουσ. θηλ.)
ντιλπέρ'σσα
[dilʹpersa]
Τσουχούρ.
ντιλμπέρτσα
[dilˈbertsa]
Σατ., Φάρασ.
τιλμπέρτσα
[tilˈbertsa]
Φάρασ.
ντιλπέρτσα
[dilpertsa]
Σατ.
Από το τουρκ. ουσ. dilber = ωραία γυναίκα και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Νεράιδα
ό.π.τ.
:
Έβγκη 'σ' ση λίμbλη 'ποπέσου αν ντιλμπέρτσα
(Βγήκε μέσα από την λίμνη μιά νεράιδα)
Φάρασ.
-Dawk.
Είπεν ντι κι η τιλμπέρτσα «Να πάω 'ς άβγο σου»
(Είπε η νεράιδα της λίμνης «Θα παίξω να κερδίσω το άλογό σου»)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσίριξεν τζαι ΄δού νοίγην τζαι τούτου το θύριν, φάνην μπρο του αν άβου ντιλμπέρτσα
(Φώναξε και του άνοιξαν κι αυτή την πόρτα, φάνηκε μπροστά του μια άλλη νεράιδα)
Σατ.
-Παπαδ.
Σ’ ε χωρίος ήτουν α ναίκα, Χαχανάσα, κιουζέλτσα χάμον ντιλπέρτσα
(Σ' ένα χωριό ήταν μια γυναίκα, η Χαχανάσα, όμορφη σα νεράιδα)
Σατ.
-Παπαδ.
Α ημέρα ηύρινι αν ντιλπέρ'σσα, ήτουνι πολύ κουζέλι
(Μια μέρα βρήκε μια νεράιδα, ήταν πολύ όμορφη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κουλπέρισσα