ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιλμπέρτσα (ουσ. θηλ.) ντιλμπέρτσα [dilˈbertsa] Φάρασ. τιλμπέρτσα [tilˈbertsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dilber = ωραία γυναίκα και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Νεράιδα : Έβγκη 'σ' ση λίμbλη 'ποπέσου αν ντιλμπέρτσα (Βγήκε μέσα από τη λίμνη μιά νεράιδα) Φάρασ. -Dawk. Είπεν ντι κι η τιλμπέρτσα «Να πάω 'ς άβγο σου» (Είπε η νεράιδα της λίμνης «Θα παίξω να κερδίσω το άλογό σου») Φάρασ. -Dawk. Συνών. κουλπέρισσα