ντιλμπέρτσα
(ουσ. θηλ.)
ντιλμπέρτσα
[dilˈbertsa]
Φάρασ.
τιλμπέρτσα
[tilˈbertsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dilber = ωραία γυναίκα και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Νεράιδα
:
Έβγκη 'σ' ση λίμbλη 'ποπέσου αν ντιλμπέρτσα
(Βγήκε μέσα από τη λίμνη μιά νεράιδα)
Φάρασ.
-Dawk.
Είπεν ντι κι η τιλμπέρτσα «Να πάω 'ς άβγο σου»
(Είπε η νεράιδα της λίμνης «Θα παίξω να κερδίσω το άλογό σου»)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
κουλπέρισσα