ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλπέρισσα (ουσ. θηλ.) κουλπέρισσα [kulˈperisa] Φάρασ. κουλπερίτσα [kulpeˈritsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. gül peri και μονολεκτ. gülperi (και ως κυριώνυμο) = όμορφη σαν τριαντάφυλλο και σαν νεράιδα, παρετυμολογ. προς το ουσ. γκιολ (< τουρκ. göl) = λἰμνη και το παραγωγ. επίθμ. -ισσα.
Νεράιδα της λίμνης : Το μέγα τ' αδεφός πήρεν του βασιλό την κόρη τζαι το μιτσίκο την κουλπέρισσα (Ο μεγάλος αδελφός πήρε (για γυναίκα του) την κόρη του βασιλιά και ο μικρός (αδελφός) (πήρε για γυναίκα του) τη νεράιδα της λίμνης) Φάρασ. -Grég. Έν' αν κορίτσι, λεν τα Κουλπερίτσα (Είναι ένα κορίτσι, το λένε νεράιδα της λίμνης, δηλ. είναι νεράιδα της λίμνης) Φάρασ. -Grég. Συνών. ντιλμπέρτσα