κουμέ
(ουσ. ουδ.)
κουμέ
[kuˈme]
Αξ.
Aπό το τουρκ. ουσ. küme = σωρός, στοίβα.
Σωρός ογκόλιθων για την στερέωση των δοκών του μάγγανου
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025