κουμέ
(ουσ. ουδ.)
κουμέ
[kuˈme]
Αξ.
Αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. küme = σωρός, στοίβα.
Σωρός ογκόλιθων για την στερέωση των δοκών του μάγγανου