κουμπατού
(ουσ. ουδ.)
κουμbατού
[kumbaˈtu]
Ανακ.
γκιουμbαdού
[ɟumbaˈdu]
Τροχ.
Από το τουρκ. gün batı, gün batısı = δύση (Tietze 2016, λ. gün batı), όπου και διαλεκτ. ουσ. künbatıs = δύση (Karakurt 2017: 310).
Δύση, το σημείο του ορίζοντα