κουμνί
(ουσ. ουδ.)
κουμνί
[kuˈmni]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ., Φάρασ.
κουνί
[kuˈni]
Αραβαν., Γούρδ.
κουμί
[kuˈmi]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. κουμνίον = δοχείο, απώτερα από το το περσ. ουσ. khumra (Kαραποτόσογλου 1984: 32-33), βλ. και Λεξ. Κριαρ. Επιτ.
1. Στάμνα
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Η ναίκα το δι-έβο έμbασέν ντα σο κουμνί
(Η γυναίκα έβαλε τον διάβολο στην στάμνα˙ οι γυναίκες είναι παμπόνηρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του νερού το κουμνί τσ̑ακούται σου νερού τη στράτα
(Η στάμνα του νερού σπάζει στο δρόμο για τη βρύση˙ Τα πολλά πήγαιν'- έλα κάποια στιγμή θα προκαλέσουν ζημία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο ζευγαράτ' 'υρεύει βρεσ̑ή, του φταίν' κουμνία 'υρεύει ξερασία
(Ο γεωργός θέλει βροχή, αυτός που κατασκευάζει πήλινα σκεύη θέλει ξηρασία˙ δύσκολα μπορεί κανείς να τους ικανοποιήσει όλους)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
κούμνα, λαγήνι
2. Πήλινο δοχείο
Αραβαν., Τροχ., Τσαρικ., Τσελτ.
:
Ψήνισκαμ' το φαΐ μας σα κουμία
(Ψήναμε το φαγητό μας στις πήλινες κατσαρόλες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Θερμού κουνί
(Δοχείο θερμού˙ δοχείο θερμού νερού για ζύμωμα)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
γκαπ, τεστόκκο :1, τουρβαχί