κουμάντο
(ουσ. ουδ.)
κομάντο
[koˈmando]
Αραβαν.
κουμάντο
[kuˈmando]
Αφσάρ., Μισθ.
Nεότ. ουσ. κομάντο (κουμάντο Κοινή ΝΕ) < ιταλ. comando. Πβ. πρώιμ. μεσν. ἡ κουμάντα = παρακαταθήκη, παραγγελία.
Διαχείριση
ό.π.τ.
:
Ποικέτ' λίγο κομάνdο το κορίτσ̑ι μ'
(Φροντίστε λίγο το κορίτσι μου, ενν. όσο λείπω)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συντέξα κουμάντο ντε σ̑άνιξιν
(Η κουμπάρα δεν έκανε κουμάντο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νταρά ήρταν πένdι-ντέκα ιντσάν' να ποίκ'νι κουμάντο ούλου 'ουν γκόσμου
(Τώρα ήρθαν πέντε-δέκα ανθρώποι να κάνουν κουμάντο σε όλο τον κόσμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ζάζω κομάντο
(Κάνω κουμάντο˙ φροντίζω, διαχειρίζομαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.