ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμάντο (ουσ. ουδ.) κομάντο [koˈmando] Αραβαν. κουμάντο [kuˈmando] Αφσάρ., Μισθ. Nεότ. ουσ. κομάντο (κουμάντο Κοινή ΝΕ) < ιταλ. comando. Πβ. πρώιμ. μεσν. ἡ κουμάντα = παρακαταθήκη, παραγγελία.
Διαχείριση ό.π.τ. : Ποικέτ' λίγο κομάνdο το κορίτσ̑ι μ' (Φροντίστε λίγο το κορίτσι μου, ενν. όσο λείπω) Αραβαν. -Φωστ. Συντέξα κουμάντο ντε σ̑άνιξιν (Η κουμπάρα δεν έκανε κουμάντο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νταρά ήρταν πένdι-ντέκα ιντσάν' να ποίκ'νι κουμάντο ούλου 'ουν γκόσμου (Τώρα ήρθαν πέντε-δέκα ανθρώποι να κάνουν κουμάντο σε όλο τον κόσμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ζάζω κομάντο (Κάνω κουμάντο˙ φροντίζω, διαχειρίζομαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.