κουμνιάτης
(ουσ. αρσ.)
κουμνα̈́τ'
[kuˈmnæt]
Φάρασ.
κουμνάτ'
[kuˈmnat]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουμνί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτης > -α̈́τ'.
Αυτός που κατασκευάζει και εμπορεύεται κουμνιά, κανατάς
:
|| Παροιμ.
Ο ζευγαράτ' 'υρεύει βρεσ̑ή, ο κουμνα̈́τ' 'υρεύει ξερα̈́
(Ο γεωργός θέλει βροχή, ο σταμνάς θέλει ξηρασία˙ Ανάλογα με τα συμφέροντά μας, επιζητούμε διαφορετικές συνθήκες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.