ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμνιάτης (ουσ. αρσ.) κουμνα̈́τ' [kuˈmnæt] Φάρασ. κουμνάτ' [kuˈmnat] Φάρασ. Από το ουσ. κουμνί και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτης > -α̈́τ'.
Αυτός που κατασκευάζει και εμπορεύεται κουμνιά, κανατάς : || Παροιμ. Ο ζευγαράτ' 'υρεύει βρεσ̑ή, ο κουμνα̈́τ' 'υρεύει ξερα̈́ (Ο γεωργός θέλει βροχή, ο σταμνάς θέλει ξηρασία˙ Ανάλογα με τα συμφέροντά μας, επιζητούμε διαφορετικές συνθήκες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.