κούμι
(ουσ. ουδ.)
κούμ'
[kum]
Αραβ., Τροχ.
γούμι
[ˈɣumi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kum = άμμος.
2. Αμμώδης
Αραβ., Τροχ.
:
Τ’ εμέ το κόμμα ήταν κούμ'
(Το δικό μου χωράφι ήταν αμμώδες)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
αμμουδιάρης :1