ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούμι (ουσ. ουδ.) κούμ' [kum] Αραβ., Τροχ. γούμι [ˈɣumi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kum = άμμος.
1. Άμμος Φάρασ. Συνών. άμμος, αμμουδιά
2. Αμμώδης Αραβ., Τροχ. : Τ’ εμέ το κόμμα ήταν κούμ' (Το δικό μου χωράφι ήταν αμμώδες) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. αμμουδιάρης :1