κουμαρτζής
(ουσ. αρσ.)
χουμαρτζής
[xumarˈdzis]
Μισθ., Φάρασ.
χουμαρτσ̑ής
[xumarˈtʃis]
Φάρασ.
χομαρτσής
[xomarˈtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kumarcı = τζογαδόρος.
Χαρτοπαίκτης, τζογαδόρος
ό.π.τ.