κουμάσι (II)
(ουσ. ουδ.)
κουμάσι
[kuˈmasi]
Ποτάμ., Φάρασ.
κ͑ουμάσ̑ι
[kʰuˈmaʃi]
Φάρασ.
κουμάσ’
[kuˈmas]
Ανακ., Σινασσ.
κ͑ουμέσι
[kʰuˈmesi]
Μισθ.
κουμέσ'
[kuˈmes]
Μισθ.
κουμέσ̑'
[kuˈmeʃ]
Αξ.
κϋμέσ’
[kyˈmes]
Μισθ.
Θηλ.
κουμάσα
[kuˈmasa]
Ποτάμ.
κιουμάσα
[cuˈmasa]
Μισθ.
κ͑ουμέσα
[kʰuˈmeʃa]
Μισθ.
κ͑ιουμεσλί
[cʰumesˈli]
Σίλ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. κουμάσιον (πβ. Ἡσύχ. Κ 3831 «κουμάσιον· τὸ τῶν ὀρνίθων οἴκημα»)· ορισμένοι τύπ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. kümes.
1. Κοτέτσι
ό.π.τ.
:
Ένα ντεϊμερντζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα
(Ένας μυλωνάς είχε στον μύλο του ένα κοτέτσι και επτά κότες στο κοτέτσι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Zάνdουις κιουμάσα;
(Έκλεισες το κοτέτσι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
κ͑ιουμεσλί μας απέσω μπάσ’ τις όρνισες
(Βάλε τις κότες στο κοτέτσι μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να γαπαΐσ’ κ͑ουμέσας ντου τ͑υρπί
(Να κλείσεις την τρύπα του κοτετσιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τόινα τη μία έμb’ αν αωπός σο κουμάσι να φά’ τα ‘ρνίθε
(Μια φορά μπήκε μιά αλεπού στο κοτέτσι να φάει τις κότες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Σάμου τζ̑ο χωρεί απός σο κουμάσι, λέ' 'τι έν' Σαρακοστή
(Όταν δεν χωράει η αλεπού στο κοτέτσι, λέει ότι είναι Σαρακοστή˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια· για όποιον από εγωισμό υποτιμά ό,τι δεν κατορθώνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κουμασιώνα, ορνιθιά, ορνιθιώνας, πινελίκι
2. Αναδιπλασιαζομενο, ως επιφών. σε κότες για να μπουν στο κοτέτσι
Αξ.