ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουμάσι (II) (ουσ. ουδ.) κουμάσι [kuˈmasi] Ποτάμ., Φάρασ. κ͑ουμάσ̑ι [kʰuˈmaʃi] Φάρασ. κουμάσ’ [kuˈmas] Ανακ., Σινασσ. κ͑ουμέσι [kʰuˈmesi] Μισθ. κουμέσ' [kuˈmes] Μισθ. κουμέσ̑' [kuˈmeʃ] Αξ. κϋμέσ’ [kyˈmes] Μισθ. Θηλ. κουμάσα [kuˈmasa] Ποτάμ. κιουμάσα [cuˈmasa] Μισθ. κ͑ουμέσα [kʰuˈmeʃa] Μισθ. κ͑ιουμεσλί [cʰumesˈli] Σίλ. Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. κουμάσιον (πβ. Ἡσύχ. Κ 3831 «κουμάσιον· τὸ τῶν ὀρνίθων οἴκημα»)· ορισμένοι τύπ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. kümes.
1. Κοτέτσι ό.π.τ. : Ένα ντεϊμερντζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα (Ένας μυλωνάς είχε στον μύλο του ένα κοτέτσι και επτά κότες στο κοτέτσι) Ποτάμ. -Dawk. Zάνdουις κιουμάσα; (Έκλεισες το κοτέτσι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ κ͑ιουμεσλί μας απέσω μπάσ’ τις όρνισες (Βάλε τις κότες στο κοτέτσι μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Να γαπαΐσ’ κ͑ουμέσας ντου τ͑υρπί (Να κλείσεις την τρύπα του κοτετσιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τόινα τη μία έμb’ αν αωπός σο κουμάσι να φά’ τα ‘ρνίθε (Μια φορά μπήκε μιά αλεπού στο κοτέτσι να φάει τις κότες) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Σάμου τζ̑ο χωρεί απός σο κουμάσι, λέ' 'τι έν' Σαρακοστή (Όταν δεν χωράει η αλεπού στο κοτέτσι, λέει ότι είναι Σαρακοστή˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια· για όποιον από εγωισμό υποτιμά ό,τι δεν κατορθώνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κουμασιώνα, ορνιθιά, ορνιθιώνας, πινελίκι
2. Αναδιπλασιαζομενο, ως επιφών. σε κότες για να μπουν στο κοτέτσι Αξ.