κουλουρόπο
(ουσ. ουδ.)
κ'λουρόπο
[kluˈropo]
Ανακ.
κ'λουρόπου
[kluˈropu]
Μισθ.
κουρ'λόπου
[kurˈlopu]
Μισθ., Σίλ.
κορ'λόπου
[korˈlopu]
Μισθ.
Θηλ.
κουρ΄λέπα
[kurˈlepa]
Αξ.
κο'ρόπα
[koˈropa]
Ουλαγ.
Θηλ. Πληθ.
κο'ρόπες
[koˈropes]
Ουλαγ.
Από το ουσ. κουλούρι, όπου και τύπ. κ’λούρ’, και το παραγωγ. επίθμ. -όπο. Οι τύπ. κουρ'λόπου και κορ'λόπου με μετάθ. υγρών. Ο τύπ. κορόπα με αποβ. του μεσοφωνηεντικού [l] και απλοποίηση των επάλληλλων [u].
1. Κουλουράκι, μικρό ψωμάκι
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
:
'νταρά να σι φέρου ογώ ένα κουρ'λόπου παλληκάρι μ'
(Τὠρα να σου φέρω εγώ ένα ψωμάκι, παλληκάρι μου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σπέριξαν 'να στρέμμα γέλλ'μα για να ποίκ'νι 'να κουρ'λόπου
(Έσπερναν ένα στρέμμα σιτάρι για να φτιάξουν ένα κουλούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Χεγού κουρ’λέπα
(Το κουλουράκι του Θεού˙ ο καρπός της μολόχας λόγω θρεπτικής αξίας αλλά και λόγω σχήματος (λέγεται και ψωμάκι σε πολλές ν.ε. διαλέκτους))
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
γκιουλουτζούκα, κουρόκκο, Πβ.
σιμίτι, χαλκάς
2. Πρόσφορο
Μισθ., Σίλ.
:
Σάbαχτα να πιάσουμ' ντά κουρ'λόπα ’ς ν'εκκλησ̑ά
(Αύριο θα πάμε τις λειτουργίες στην εκκλησία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Κόσκινα, κουρ'λόπα, χαράπα, κρασόπα, ας φάμιστι τζι ας πιούμιστι
(Κόσκινα, πρόσφορα, καράφα κρασοπότηρα, ας φάμε κι ας πιούμε
(από τα κάλαντα των Φώτων)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. άρτος, λειτουργία, προσφορά
(από τα κάλαντα των Φώτων)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. άρτος, λειτουργία, προσφορά