κουλαχτσής
(ουσ. αρσ.)
κουλαχτσής
[kulaxˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. külahçı = α) πωλητής κωνικών καπέλων ή κώνων β) πονηρός, απατεώνας.
Άνθρωπος πονηρός.
Συνών.
αλεπίκα :1