κουλάτσι
(ουσ. ουδ.)
κουλάτσ̑ι
[kuˈlatʃi]
Φάρασ.
κουλάτσ'
[kuˈlats]
Τροχ.
γουλάτσ̑ι
[ɣuˈlatʃi]
Φάρασ.
γουλάτσ̑'
[ɣuˈlatʃ]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kulaç = οργυιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. gulaç.
Οργυιά, μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με την απόσταση ανάμεσα στα τεντωμένα άκρα των χεριών του ανθρώπου,
ό.π.τ.
:
Το πλεφρό μας πένdε γουλάτσ̑α ’ναι
(Το πηγάδι μας είναι πέντε οργυιές βάθος)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το σαρνίτσι μας έν’ δέκα γουλάτσ̑α
(Η δεξαμενή μας είναι δέκα οργυιές)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Ντου ζουνάρι μ', ντου φόρ'να σα μέσα μ' τσ̑όντουν τρία γουλάτσ̑α
(To ζωνάρι μου, που φόραγα στην μέση μου, ήταν τρεις οργυιές μήκος)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Ήταν επτά κουλάτσ̑' βαθιά
(Ήταν επτά οργυιές βαθύ, ενν. το πηγάδι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.