ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλάτσι (ουσ. ουδ.) κουλάτσ̑ι [kuˈlatʃi] Φάρασ. κουλάτσ' [kuˈlats] Τροχ. γουλάτσ̑ι [ɣuˈlatʃi] Φάρασ. γουλάτσ̑' [ɣuˈlatʃ] Αξ., Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kulaç = οργυιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. gulaç.
Οργυιά, μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με την απόσταση ανάμεσα στα τεντωμένα άκρα των χεριών του ανθρώπου, ό.π.τ. : Το πλεφρό μας πένdε γουλάτσ̑α ’ναι (Το πηγάδι μας είναι πέντε οργυιές βάθος) Αξ. -Μαυροχ. Το σαρνίτσι μας έν’ δέκα γουλάτσ̑α (Η δεξαμενή μας είναι δέκα οργυιές) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Ντου ζουνάρι μ', ντου φόρ'να σα μέσα μ' τσ̑όντουν τρία γουλάτσ̑α (To ζωνάρι μου, που φόραγα στην μέση μου, ήταν τρεις οργυιές μήκος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Ήταν επτά κουλάτσ̑' βαθιά (Ήταν επτά οργυιές βαθύ, ενν. το πηγάδι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.